- ασποριά
- η (AM ἀσπορία) [άσπορος]νεοελλ.η έλλειψη σπόρων, η κακή σοδειά από δημητριακά και όσπριαμσν.η γέννηση χωρίς σπέρμα (η γέννηση του Χριστού από την Παρθένο Μαρία)αρχ.η στειρότητα, η ατεκνία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσπορίας — ἀσπορίᾱς , ἀσπορία barrenness fem acc pl ἀσπορίᾱς , ἀσπορία barrenness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπορίην — ἀσπορία barrenness fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπορίῃ — ἀσπορία barrenness fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)